Γεια χαρά.

Γεια χαρά.

Περιπλανήθηκα και περιπλανιέμαι ακόμη, με ήλιο και βροχή, με όμορφες αλλά και άσχημες σκέψεις και συναισθήματα, σε καιρούς ευτυχίας και απογοήτευσης, με παρέα το χαμόγελο ή το δάκρυ, και σ' όλο αυτό το ταξίδι, μια άυλη παρουσία με συντροφεύει..
Άλλοτε παίρνοντας τη μορφή μιας νεράιδας που χτενίζει τον απέραντο ρομαντισμό της κάτω απ' το σεληνόφως και άλλοτε της πεζής πραγματικότητας, που ζωγραφίζεται πάνω σε ταλαιπωρημένα χέρια.. Άλλοτε ξεσπάει με νότες θυμωμένες και ήχους μαγευτικούς και άλλοτε γεννιέται μέσα σε ευγενικούς μοβ στίχους... Αναδύεται μέσα από χρώματα και γραμμές, στέκει υπερήφανη στο κέντρο μιας φωτογραφίας, ταξιδεύει σε χρόνους κι' εποχές και πολιτείες, φορώντας βελούδινα υφάσματα, φτερά, λουλούδια και αγκάθια. Πλέκει με χάντρες τα όνειρά της και τα κοιμίζει με μουσικές.
Η ανάγκη μου λοιπόν ή καλύτερα, η "μηχανική" ενέργεια του σώματος και της ψυχής μου προς Αναζήτηση, με προστάζει να την ακολουθήσω.
Καλό Ταξίδι.

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Περιγραφή της Απομυθοποίησης



Έσβησα τα φώτα του δωματίου καθώς έκλεισα τα μάτια και σκέπασα με σκέψεις ζεστές το βασανισμένο απ' ώρα κορμί.

"Ησύχασε, ξεκουράσου..
Τώρα είσαι μόνο, μακριά απ' τ' άγρια κι' ερωτευμένα βλέμματα, ελεύθερο απ' τ' ακριβά παπούτσια τα τόσο βασανιστικά.."


Άφησα τα χέρια μου να κυλήσουν στα σεντόνια δίχως καμμία χάρη.
Αφέθηκα ολόκληρη στο σώμα του κρεβατιού κι'ένοιωσα να λιώνω σαν το κομμάτι του πάγου κάτω απ' το ζεστό ήλιο.
Δίχως καμμία χάρη!
"Πόσο όμορφα αισθάνομαι! Πόση ελευθερία μ' αγκαλιάζει τη στιγμή αυτή.."
Ένοιωσα το σώμα μου κομμάτι κομμάτι να γαληνεύει, πρώτα από κάτω κι' ύστερα δεξιά και πάνω..

Για μια στιγμή τρόμαξα, μα κράτησα τα μάτια κλειστά να διατηρήσω το σκοτάδι.
Σκέφτηκα.
Δε θα μπορέσει ποτέ κανείς να δει ούτε τη σκιά μου όσο και να ψάξει.
Και ησύχασα.

Γιατί είναι αλήθεια. Άν στη ζωή μου, αν στη στιγμή μου βάλω χρώμα μαύρο σαν αυτό της νύχτας, κανένας ήλιος φωτεινός δε θα με βρει, αν απλώσω στην ψυχή μου το σκοτάδι, δε θα υπάρχει φως.
Κι'αυτό είναι χαρά.
Το σκοτάδι το μαύρο, η απέραντη μοναξιά, η πλήρης αφασία.

Κι' ο ήλιος και τα χρώματα, τα φώτα και τα λόγια, πολλές φορές πληγή είναι κι' αβάσταχτο κακό, όταν κυνηγημένος απ' την απώλεια του ίδιου
σου του εαυτού, τρέχεις να βρεις κρυψώνα σκοτεινή, ερημική, βουβή και άχρωμη.
Είναι τότε, που πρέπει να φτάσεις ως τον πάτο, να ματώσεις και σιγά σιγά να αναρριχηθείς και πάλι.
Να καταφέρεις να μαζέψεις τα κομμάτια σου κι' ύστερα ξανά να τα πουλήσεις, ανακυκλώνοντας την ψυχή σου, τα βήματα σου, την καλημέρα που λες και την καληνύχτα.
Κι' έτσι αποκτάει φως το σκοτάδι και παρέα η μοναξιά..

Το πρόσωπό μου.. 
..Δε θα φαντάζει σαν πρόσωπο κούκλας τώρα πια.
Έχει κρεμάσει βαρύ πάνω απ' το μαξιλάρι μα τόσο ανάλαφρο απ' την ελευθερία της στιγμής.
Κι' ίσως δε θυμίζει άγγελο η όψη του, μα χιλιάδες φτερά έχουν φυτρώσει ανάμεσα στα μαλλιά μου. Κάπως σπασμένα απ' την κακοκαιρία της εποχής μα έτοιμα να δροσίσουν με αέρα τα καυτά δάκρυα που στολίζουν τις ημέρες..

Κι' απ' τους τόσους ήχους, κράτησα μόνον ένα.
Αρκεί αυτός για ένα ταξίδι κοντινό και είναι δύσκολο να τον κατανοήσεις..